- συνελάμβανε
- συλλαμβάνωcollectimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγωγή — η (AM ἀπαγωγή) [απάγω] 1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του 2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το … Dictionary of Greek
σύλληπτρα — τα, Ν η αμοιβή που προκηρυσσόταν για τη σύλληψη εγκληματία και δινόταν σε εκείνον που τόν συνελάμβανε. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα τρο / τρα (πρβλ. κόμισ τρα)] … Dictionary of Greek